Μια ιδιαίτερα σημαντική και πρωτόγνωρη για τα Κυπριακά δρώμενα απόφαση εκδόθηκε από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών στην οποία αναλύονται τα καθήκοντα και οι ευθύνες των Διαχειριστικών Επιτροπών Ταμείων Προνοίας. Στην Αίτηση Αρ. 550/2009 (με ημερομηνία 13 Σεπτεμβρίου 2019) η υπό εξέταση διαχείριση αφορούσε την Επιτροπή του Ταμείου Προνοίας του Προσωπικού της Λαϊκής Τράπεζας (“Ταμείο”). Το Δικαστήριο στην εν λόγω Αίτηση κλήθηκε να εξετάσει:
α) κατά πόσο την επίδικη περίοδο μεταξύ 2006 και 2008 υπήρχε συνετής ή μή διαχείριση του Ταμείου,
β) εάν η μειωμένη σύνταξη που έλαβε ο Αιτητής κατά την αφυπηρέτηση του ήταν συνεπεία “μη συνετούς” διαχείρισης και
γ) κατά πόσο θα εδικαιούτο εις την οικονομική διαφορά που προέκυψε λόγω τυχόν “μη συνετής” διαχείρισης ως αποζημίωση.
Βάσει του Καταστατικού του εν λόγω Ταμείου, η Διαχειριστική Επιτροπή (“Δ.Ε.”), στην οποία δύο εκ των τριών μελών της διορίζονταν από την Λαϊκή Τράπεζα (“Τράπεζα”), δικαιούνταν ύστερα πάντα από έγκριση της Τράπεζας, να επενδύει τα κεφάλαια του Ταμείου ή μέρος από αυτά κατά την απόλυτο της κρίση. Στις 17.11.2006 πέραν του 85% του ενεργητικού του Ταμείου είχε επενδυθεί σε μετοχές του ίδιου του εργοδότη των μελών και διαχειριστών του Ταμείου, δηλαδή της Τράπεζας. Μεταξύ 17.11.2006 και 31.12.2008 όταν η αξία της μετοχής της Τράπεζας έπεσε από €9,12 που ήταν στα τέλη του 2007 στο €1,93 στα τέλη του 2008, τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία του Ταμείου υπέστησαν μέσα σ’ένα χρόνο μείωση πέραν των €120 εκατ. Ποσό που υπερέβαινε τα 2/3 της αξίας των συνολικών περιουσιακών στοιχείων του ταμείου στα τέλη του 2007.
Το Δικαστήριο στην απόφαση του έκρινε ότι οι αρχές που διέπουν εμπιστεύματα συνταξιοδοτικών ταμείων ή ταμείων προνοίας είναι οι ίδιες οι οποίες διέπουν άλλα είδη εμπιστεύματων. Συνεπώς η Δ.Ε. ως θεματοφύλακας ή εμπιστευματοδόχος του Ταμείου έχει υποχρέωση να επιμελείται των υποθέσεων του Ταμείου σύμφωνα με τις πρόνοιες της εκάστοτε εν ισχύ νομοθεσίας, τις αρχές και οδηγίες που έχουν εκδοθεί από τον Υπουργό Οικονομικών με σκοπό την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των κεφαλαίων προς όφελος των μελών του, τους κανονισμούς και διατάξεις που περιέχονται στο καταστατικό του αλλά και τις αρχές της “συνετής διαχείρισης”. Σύμφωνα με τις καθιερωμένες νομικές αρχές του Αγγλικού δικαίου, οπότε θεματοφύλακας ενός συνταξιοδοτικού ταμείου έχει αμφιβολίες ως προς τις εξουσίες και υποχρεώσεις του, θα πρέπει να λαμβάνει νομική συμβουλή. Το Ταμείο και ή η Δ.Ε. οφείλουν πάντα να γνωρίζουν το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τα ταμεία προνοίας και έτσι οφείλουν να συμμορφώνονται ενεργά με τις πρόνοιες του.
Επιπρόσθετα, το Δικαστήριο αντλώντας καθοδήγηση από Αγγλική νομολογία, απεφάσισε ότι το επίπεδο που απαιτείται από θεματοφύλακα ή εμπιστευματοδόχο ή διαχειριστή ο οποίος εξασκεί τις επενδυτικές του εξουσίες, είναι αυτό του συνηθισμένου συνετού άνθρωπου που προβαίνει με τέτοια επιμέλεια σε επενδύσεις προς όφελος άλλων ατόμων προς τα οποία θα ένιωθε ηθικά δεσμευμένος. Το σημείο αφετηρίας είναι το καθήκον των εμπιστευματοδόχων να ασκούν τις εξουσίες τους προς το συμφέρον των υφιστάμενων και μελλοντικών δικαιούχων του εμπιστεύματος ή Ταμείου. Αυτό το καθήκον των εμπιστευματοδόχων προς τους δικαιούχους είναι κυρίαρχο. Όταν ο σκοπός του εμπιστεύματος είναι να παρέχει οικονομικά οφέλη στους δικαιούχους, ως είναι σύνηθες, το συμφέρον των δικαιούχων είναι το οικονομικό τους συμφέρον. Σε περιπτώσεις επενδυτικής εξουσίας, αυτή η εξουσία πρέπει να ασκείται ούτως ώστε να αποφέρει την καλύτερη απόδοση για τους δικαιούχους, πάντα κρινόμενη σε σχέση με τους κινδύνους και το ρίσκο των συγκεκριμένων επενδύσεων.
Νομολογιακά, παρόλο που ένας θεματοφύλακας δεν είναι υποχρεωμένος να έχει εξειδικευμένη γνώση, εν τούτοις όποτε απαιτείται εξειδικευμένη γνώση, ο θεματοφύλακας, δηλαδή ο διαχειριστής του Ταμείου, θα πρέπει να λάβει επαγγελματική συμβουλή. Πιθανόν να θεωρηθεί αμέλεια από πλευράς του θεματοφύλακα αν αυτός αποτύχει να λάβει και να ακολουθήσει μια τέτοια επαγγέλματική συμβουλή όποτε αυτή απαιτείται. Το καθήκον εκείνο εμπεριέχει και το καθήκον να αναζητήσει συμβουλή για θέματα τα οποία ένας εμπιστευματοδόχος τυχόν να μην κατανοεί, όπως αποφάσεις επενδύσεων και αφού λάβει τέτοια συμβουλή να ενεργεί με το ίδιο μέτρο επιμέλειας. Αυτή η υποχρέωση δεν εκπληρώνεται μόνο με το να δείξει ο εμπιστευματοδόχος ότι ενήργησε καλόπιστα και με ειλικρίνεια. Η τιμιότης και ειλικρίνεια δεν είναι το ίδιο με την σύνεση και την λογική. Παρόλο που εμπιστευματοδόχος που λαμβάνει συμβουλή για επενδύσεις δεν δεσμεύεται να αποδέχεται και να ενεργεί συμφώνα με τέτοια συμβουλή, εντούτοις δεν δικαιούται να την απορρίπτει απλώς επειδή ειλικρινά διαφωνεί με αυτή, εκτός και αν επιπρόσθετα με την ειλικρίνεια του, ενεργεί ως θα ενεργούσε και ο συνηθισμένος συνετός άνθρωπος.
Τονίστηκε επίσης ότι οι εμπιστευματοδοχοι έχουν καθήκον να εξετάζουν την ανάγκη για διασπορά (diversification) των επενδύσεων. Το μεγάλο μέγεθος των ταμείων συντάξεως τονίζει την ανάγκη για διασπορά, αντί την μείωση της. Είναι καθήκον των εμπιστευματοδοχων, όπως προς το συμφέρον των δικαιούχω, εκμεταλλεύονται το πλήρες εύρος των επενδύσεων που επιτρέπονται από τους όρους του εμπιστεύματος ή του καταστατικού, αντί να περιορίζουν αυτό το εύρος. Με άλλα λόγια σε περιουσία που κρατείται από εμπιστευματοδόχους ως επένδυση, εκ πρώτης όψεως οι σκοποί του εμπιστεύματος εξυπηρετούνται καλύτερα όταν οι εμπιστευματοδόχοι αναζητούν να λάβουν από αυτή την μέγιστη απόδοση, είτε ως εισόδημα είτε ως ανάπτυξη κεφαλαίου, κατά τρόπο συμβατό με την εμπορική σύνεση, αλλά και στη βάση καλά εδραιωμένων επενδυτικών κριτηρίων, λαμβάνοντας συμβουλή εμπειρογνώμονα, όπου κρίνεται κατάλληλο, και δίδοντας τη δέουσα σημασία σε τέτοια θέματα όπως είναι η ανάγκη για διασπορά, με σκοπό την εξισορρόπηση του εισοδήματος έναντι της αύξησης του κεφαλαίου και την εξισορρόπηση του κινδύνου έναντι της απόδοσης.
Παρά το γεγονός ότι στην επίδικη περίπτωση το Καταστατικό παρείχε ευρείες εξουσίες στη Δ.Ε. περιλαμβανομένου του δικαιώματος να επενδύει τα κεφάλαια του Ταμείου κατά την απόλυτη της κρίση, μετά όμως πάντα από έγκριση της Τράπεζας, κρίθηκε ότι αυτό σε καμία περίπτωση δεν περιόριζε τις υποχρεώσεις της Δ.Ε. έναντι του Ταμείου και των μελών του για μία σωστή και συνετή διαχείριση. Είναι αυτονόητο ότι η περιουσία του Ταμείου σε κάθε δεδομένη στιγμή ανήκει στα μέλη τα οποία το αποτελούν και όχι σε οποιονδήποτε άλλο. Η παροχή δικαιώματος στην Τράπεζα να καθόριζε την επενδυτική πολιτική του Ταμείου, έχοντας τον αποφασιστικό λόγο κατά πόσο η Δ.Ε. θα προχωρούσε σε επένδυση των κεφαλαίων του Ταμείου, προκαλούσε τόσο σύγχυση όσο και σύγκρουση στα συμφέροντα των ίδιων των μελών του Ταμείου και ήταν αντίθετη προς τις προστατευτικές διατάξεις του τότε εν ισχύ άρθρου 32(1) του Ν. 146(Ι)/2006 περί συνετής διαχείρισης των ταμείων προνοίας. Με αυτό και με την ενσωμάτωση της Ευρωπαϊκής οδηγίας 2003/41 επιδιωκόταν η προστασία των επενδύσεων των ταμείων προνοίας από κάποιο συγκεκριμένο επενδυτικό στοιχείο ή κάποιο συγκεκριμένο εκδότη και τον περιορισμό των επενδύσεων της στην χρηματοδοτούσα επιχείρηση. Ως προκύπτει από τις ανωτέρω αρχές που τέθηκαν από το δικαστήριο αλλά και την κοινή λογική οι εμπιστευματοδόχοι, αποφασίζοντας τι επενδύσεις να κάνουν, πρέπει πάντα να παραμερίζουν τα προσωπικά τους συμφέροντα και να αποφεύγουν τις συγκρούσεις συμφερόντων.
Στην προκειμένη περίπτωση κρίθηκε από το Δικαστηρίου ότι τα μέλη της Δ.Ε. δεν άσκησαν τις εξουσίες τους ως καταπιστευματοδόχοι του Ταμείου προς όφελος των μελών του Ταμείου. «Ακολουθώντας μια πολιτική που τους επέβαλλε ο ίδιος ο εργοδότης με το δικαίωμα που του παρείχε το Καταστατικό, παρέλειψαν να συμμορφωθούν με τις ειδικές διατάξεις του Νόμου και δεν εξέτασαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και ή δεν έλαβαν οποιεσδήποτε αποφάσεις που έτειναν να καταδείξουν την πρόθεση τους να ενεργήσουν με σύνεση και ηθική δέσμευση προς όφελος των μελών. Τουναντίον, θέτοντας τα συμφέροντα των μελών του Ταμείου στο βωμό της ηθικής υποχρέωσης που ένοιωθαν προς την Τράπεζα να μην προβαίνουν σε ενέργειες που θα επηρέαζαν αρνητικά την αξία της μετοχής της, επέμειναν σε μια υπερ-έκθεση του Ταμείου σε μετοχές της Τράπεζας που υπερέβαινε το 88% της περιουσίας του με επακόλουθο τα στοιχεία του ενεργητικού του Ταμείου να εξαρτώνται υπέρμετρα από το επενδυτικό αυτό στοιχείο και να εκτίθενται σε συσσωρευμένους κινδύνους χωρίς καμία αντίδραση παρά την αισθητή μείωση που σημείωσε η τιμή της μετοχής και κατά συνέπεια η αξία της μονάδας του Ταμείου.»
Με αυτή την επενδυτική πολιτική ήταν πασιφανής ο κίνδυνος ότι σε περίπτωση οικονομικής κρίσης μπορούσαν να συμβούν ταυτόχρονα δύο ανεπιθύμητα αποτελέσματα ταυτόχρονα: αφενός η κατάρευση των επενδύσεων του ταμείου με αποτέλεσμα την απώλεια των ωφελημάτων των μελών και αφετέρου η κατάρευση του εργοδότη με αποτέλεσμα τόσο την απώλεια της εργασίας των μελών, όσο και της καταβολής του “εγγυημένου” από τον εργοδότη ποσό. Η κατοχή υψηλού ποσοστού μετοχών της Τράπεζας αποτελούσε υπέρμετρη εξάρτηση του Ταμείου από κάποιο συγκεκριμένο επενδυτικό στοιχείο αλλά και αχρείαστη συσσώρευση κινδύνου.
Εν κατακλείδι, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι βάζοντας ουσιαστικά όλα τα αυγά τους σε ένα καλάθι, δηλαδή με την συνεχή υπερ-έκθεση του Ταμείου στις μετοχές της Τράπεζας κατά την περίοδο 31/12/2006 – 31/12/2008 όπως και την όλη στάση της Δ.Ε. υπήρξε “μή συνετής” διαχείριση κατά παράβαση του Νόμου αλλά και της αρχής της συνετούς διαχείρισης η οποία επέφερε καταστροφικά αποτελέσματα επί της αξίας του Ταμείου. Έτσι λόγω των πράξεων και ή των παραλείψεων τους, τα μέλη της Δ.Ε. δεν επέδειξαν την αναμενόμενη επιμέλεια κατά την διαχείριση του Ταμείου, με αποτέλεσμα η περιουσία του Αιτητή να υποστεί βλάβη και έτσι αυτός να δικαιούται σε ανάλογη αποζημίωση.
Πλέον φυσικά, ο Νόμος 146(Ι)/2006 έχει καταργηθεί και το εν ισχύ νομικό πλαίσιο ευθύνη για εποπτεία και εφαρμογή του οποίου έχει ο Έφορος Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών, καθορίζεται από τους Περί της Ίδρυσης, των Δραστηριοτήτων και της Εποπτείας των Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών Νόμος του 2012 (208(I)/2012), τον περί της Απόκτησης και της Διατήρησης Δικαιωμάτων Συμπληρωματικής Συνταξιοδότησης Νόμος του 2019 (Ν. 68(I)/2019) και τους Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών Κανονισμούς του 2014. Νομικό πλαίσιο το οποίο έχει ενισχυθεί προς όφελος των μελών ταμείων παρέχοντας καλύτερη προστασία ώστε να αποφεύγονται περιπτώσεις ως η προαναφερόμενη και δίδοντας κατευθυντήριες γραμμές σε Δ.Ε. για τυχόν επενδύσεις. Είναι ευπρόσδεκτη όμως η ανωτέρω ανάλυση των αρχών που έγινε από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, εφόσον οι εν λόγω αρχές διά την συνετή διαχείριση κατά την εξάσκηση επενδυτικών εξουσιών θα μπορούν και κατ’αναλογία να εφαρμόζονται σε επενδυτικά ταμεία (investmenent funds) τα οποία βλέπουμε σήμερα να έχουν αυξημένη δραστηριότητα στην κυπριακή αγορά.